-
1 πράσσω
πράσσω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] πρήσσω, [dialect] Att. [full] πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. [full] πράδδω Leg.Gort.1.35: [tense] fut. πράξω, [dialect] Ion. πρήξω: [tense] aor. ἔπραξα, [dialect] Ion. ἔπρηξα: [tense] pf. πέπραχα, [dialect] Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al. 1440a36: [tense] plpf. ἐπεπράχει ([etym.] ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: [tense] pf. 2 πέπρᾱγα, [dialect] Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl. 629, Ra. 302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN 1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): [tense] plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:— [tense] pf. πέπραγα [dialect] Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—[voice] Med., [tense] fut.A , X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R. 452a): [tense] aor. , Th.4.65, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.supr.), alsoπραχθήσομαι Aeschin.3.98
, Arist.Rh. 1359a11, etc.; [tense] fut. 3πεπράξομαι S.OC 861
, Ar.Av. 847, Eup.9.3 D.: [tense] aor. , Th.4.54, etc.: [tense] pf.πέπραγμαι A.Pr.75
, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [[pron. full] ᾱ by nature, as is shown by the [dialect] Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]I in [dialect] Ep. only, pass through, pass over,δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491
;ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282
, 23.501;ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83
;ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc. 203
: c. gen.,ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264
, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47;ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476
: Gramm. note that this sense is found only in [tense] pres., An.Ox.1.355, EM688.1.II experience certain for- tunes, fare well or ill,ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26
, cf.4.77, Th.7.24; soὡς ἔπρηξε Hdt.7.18
;κατὰ νόον π. Id.4.97
, cf. Ar.Eq. 549;πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag. 1288
;εὖ πέπραγεν, ὅτι.. Pi.P.2.73
, cf. Hdt.1.24,42, etc.;φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94
;π. καλῶς A.Pr. 979
;χαλεπώτατα π. Th.8.95
;ταπεινῶς π. Isoc.5.64
;ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b
;π. εὐτυχῶς S.Ant. 701
; ; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl. 629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj.,εὖ π. τι S.OT 1006
, cf. OC 391;μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8
;χρηστόν τι π. Ar.Pl. 341
;καλά Th.6.16
;χείρω Id.7.71
; ;πάντ' ἀγαθά Ar.Ra. 302
, cf. Eq. 683 (lyr.); (anap.);πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8
;οἷον ἥθελεν S.OC 1704
(lyr.);πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or. 355
(anap.), cf.X.Mem.3.9.14.III achieve, effect, accomplish,οὔ τι Il.1.562
, 11.552, Od.2.191, etc.; , cf. 16.88;χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op. 402
; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40;τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36
; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46;τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113
; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from.., ;ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20
; also, attempt, plot,δήμου κατάλυσιν And.3.6
: c. dat. pers.,δαίμοσιν π. φίλα A.Pr. 660
;Αοξίᾳ χάριν E. Ion37
, cf. 896 (lyr.), El. 1133, etc.;σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε..; A.Eu. 896
:—[voice] Pass.,πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75
;φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680
;τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15
, etc.;ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11
;τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76
;τὰ πραχθέντα A.Pr. 683
, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων the facts of what took place, Th.1.22; .2 abs., effect an object, be successful,δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60
;ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357
.3 of sexual intercourse,ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143
.4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' mind your own business, S.El. 678;πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr. 247a
, cf. Plt. 307e;τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a
, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF 266, Ar.Ra. 228, etc.);φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg. 526c
, cf. Ap. 33a, etc.; οὐδ' εὖ.. οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R. 452c;π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1
.5 manage affairs, do business, act, εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap. 31d, Lys.16.20;τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp. 216a
;οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol. 1324b1
: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4;πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45
, cf. 59, Pl.Prt. 317a.6 generally, transact, negotiate, manage, ; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in [voice] Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ.. πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν.. ἐπράσσετο matters were negotiated with him by.., Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib. 110, cf. 5.76;π. πρός τινα Id.2.5
, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—[voice] Pass.,ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64
; alsoπ. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2
;π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73
;π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3
;π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30
;π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129
; the traitors,Id.
4.89, 113:—folld. by dependent clauses, ; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf.,μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22
.b esp. of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT 125;καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121
, cf. 5.83;μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10
;τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12
; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj. 446.IV practise,πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11
;δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap. 28b
, etc.;ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1
; : then abs., act,π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26
; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R. 527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i. e. he took our side, Is.5.14.2 study,δράματα Suid.
s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel. 1394, Isoc.12.93;ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec. 108
.VI exact payment from one,αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58
; πράσσει με τόκον he makes me pay interest, Batr.185;π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7
, cf. P.9.104;ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70
(Ephesus, iii B. C.);τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311
(anap.); : freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg. 774d;π. τὰς εἰσφοράς D.22.77
, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from.., Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment,μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10
; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu. 624;τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg. 867d
:—[voice] Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶςὑπὸτῶνδε Lys.9.21
codd., cf. Pl.Lg. 921c:—[voice] Med., exact for oneself,πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30
; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra. 561, etc.;τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg. 762b
, cf. Plb.5.54.11;π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32
;πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67
; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37;παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3
, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc.,μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91
:—[voice] Pass. [tense] pf. and [tense] plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphem.,ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch. 440
(lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib. 132. -
2 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
-
3 ἀριστεῖα
A the meed of valour,ἀ. διδόναι τῷ ἀξιωτάτῳ Hdt.8.123
, cf. 124; ἀπαίτεε τοὺς Αἰγινήτας τὰ ἀ. demanded of them the reward (they had received) for prowess, ib. 122;τὰ ἀ. τῆς νίκης φέρεσθαι Hp.
Aër.23, cf. S.Aj. 464, Pl.Lg. 919e, Isoc.9.16, etc.; ἀ. τῆς θεοῦ offered to her, IG2.652A30, al.; ἀριστεῖον τῷ θεῷ ib.814a A 32, cf. SIG 276 A 9 (Delph.), D.22.72: less freq. in sg. in same sense, Hdt.8.11, Luc.D Deor.22.3.2 in sg., monument of valour, memorial,τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους πολέμου D.19.272
, cf. 59.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστεῖα
-
4 ναυμαχία
A sea-fight, Hdt.6.14, al., Th.1.13, etc.;ν. ποιέεσθαι Hdt.8.49
; ναυμαχίῃ κρατήσας, ἑσσωθέντες, Id.3.39, 6.92;ναυμαχίᾳ νικᾶν X.HG1.6.2
; ναυμαχίας νενικήκατε ib.1.1.28; in a sea-fight,Th.
1.32;πολλὰς ν. νεναυμαχηκώς Lys.7.41
;τὴν περὶ Σαλαμῖνα ν. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Pl.Lg. 707b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυμαχία
-
5 συγκινδυνεύω
A incur danger along with others, τισι Th.8.22, Plu.Art.8, etc.; τῷ φράζειν σ. τινί by saying, Pl.Lg. 969a;μετά τινος Plb.2.3.5
: abs., share in the danger, be partners in danger, X.Ages.11.13, Pl.Phlb. 29a, D.15.19, etc.;πρὸς τοὺς βαρβάρους OGI 765.21
([place name] Priene): c. dat. modi, τῷ ναυτικῷ with their navy, Isoc.8.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκινδυνεύω
-
6 ἀνταγωνίζομαι
I struggle against, prove a match for, τινί, esp. in war, Hdt.5.109, Th.6.72, X.Cyr.1.6.8, etc.;ἀ. ταῖς παρασκεναῖς τινός D.43.81
;πρὸς τοὺς βαρβάρους Inscr.Prien.17.15
, cf. Ep.Hebr.12.4.2 generally, struggle, vie with,τινί Th.3.38
;περί τινος And.4.2
; the parties in a lawsuit,X.
Cyr.8.2.27; [οἱ ἐλευθέριοι] οὐκ ἀ. περὶ τῶν χρημάτων Arist.Rh. 1366b8
.II as [voice] Pass., to be set against,τινί X.Oec.10.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταγωνίζομαι
-
7 ἵημι
A v.l. ἵεις S.El. 596, Castorio 2), ἵησι, [ per.] 3pl. ἱᾶσι, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. ἱεῖσι; imper.ἵει Il.21.338
, E.El. 593 (lyr.); subj. ἱῶ; opt. ἱείην (also ἀφ-ίοιμι, X.HG6.4.3); inf. ἱέναι; part. ἱείς:—thematic forms of the [tense] pres. (as if from [full] ἱέω) are also found, esp. in compds., cf. μεθίημι, σύνιημι: also, as if from [full] ἵω, [ per.] 3sg. [tense] pres.ἵει A.R.4.634
, imper.ξύν-ιε Thgn.1240b
codd.: [tense] impf. [ per.] 3sg.ἵει Il.1.479
, [dialect] Dor. (Abu Simbel, vi B.C.); [ per.] 3pl. ,ἵεν Il.12.33
, ξύν-ιεν (v.l. -ιον) 1.273; also [ per.] 2sg. ; [dialect] Ion. [tense] impf. ἵεσκε ([etym.] ἀν-) Hes.Th. 157: [tense] fut.ἥσω Il.17.515
, etc.: [tense] aor. 1 ind.ἧκα Il.5.125
, etc., [dialect] Ep.ἕηκα 1.48
(mostly in compds.); [ per.] 3sg. subj.ᾗσι 15.359
; [ per.] 3sg. opt.εἵη 3.221
; inf. , [dialect] Ep.ἐξ-έμεναι Od.11.531
: [tense] pf. εἷκα, only in compds. ([etym.] ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-), also ἕωκα ([etym.] ἀφ-) PCair.Zen.502.4 (iii B.C.), Hdn.Gr.2.236:—[voice] Med., [tense] pres.ἵεμαι Od.2.327
, etc.; also [ per.] 3pl.προ-ίονται PCair.Zen.151.4
(iii B.C.): [tense] impf. , etc.: [tense] fut. ἥσομαι ([etym.] μετ-) Hdt.5.35, ([etym.] προ-) D.1.12, ([etym.] ἐξαν-) E.Andr. 718: [tense] aor. 1 ἡκάμην (only in compds. προς-, προ-): [tense] aor. 2 εἵμην, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἕμην, of which we find εἷτο ([etym.] ἐφ-) S.Ph. 619, ([etym.] ἀφ-) X.Hier.7.11, ἕτο ([etym.] συν-) Od.4.76, ἕντο ([etym.] ἐξ-) Il.9.92, etc.; imper. ἕο ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.39, οὗ ([etym.] ἀφ-) S.OT 1521; subj. ὧμαι ([etym.] συν-) Il.13.381; opt. εἵμην ([etym.] ἀφ-) Ar.Av. 628, or οἵμην ([etym.] προ-) Pl.Grg. 520c; inf. ἕσθαι ([etym.] προς-) Ar.V. 742; part. ἕμενος ([etym.] προ-) Th.6.78, Isoc.4.164, etc.:— [voice] Pass., [tense] fut. ἑθήσομαι ([etym.] ἀν-) Th.8.63: [tense] aor. εἵθην (only in compds. ἀφ-, καθ-, παρ-): [tense] pf. εἷμαι (only in compds.); also ἕωμαι in compds. ἀν-, ἀφ-, ἐφ- (q.v.): [tense] plpf. εἵμην (only in compds.).—Of the [voice] Pass. and [voice] Med. Hom. has only [tense] pres., [tense] impf., and [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 [voice] Med. ἕντο.—For varieties peculiar to special compds., v. ἀν-, ἀφ-, ὑφ-ίημι. (Perh. cogn. with Lat. Ja-c-io or with Lat. sēmen:—[voice] Med. ἵεμαι prob. from ϝῑ-, cf.εἴσομαι 11
, Skt. véti (pl. vyánti) 'press forward, desire', Lat. vīs ([ per.] 2sg.), invitus.) [[pron. full] ῐ generally in Hom. and [dialect] Ep., [pron. full] ῑ in [dialect] Att.; sts. [pron. full] ῑ in Hom.,ἵει Il.16.152
, etc.;ἱεῖσαι Od.12.192
; also in inf. ἱέμεν, ἱέμεναι, part. ἱέμενος, etc.,ξυν-ῑετε Archil.50
: [pron. full] ῐ sts. in Trag., ῐησι A.Th. 309 (lyr.), ῐέντα ib. 493, ῐείς, ῐεῖσα, E.IT 298, IA 1101, Hec. 338; ; in Com., συνῐημι Ar.Av. 946 (s. v.l.), Strato Com.1.3: with variation of quantity, πλεῖστον οὖλον ἵει [pron. full] [ῐ], i)/oulon i(/ei [i ¯ ] Carm.Pop. 1.]:—release, let go,ἧκα.. πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι Od.12.442
; ἧκε φέρεσθαι let him float off, Il.21.120; let fall, κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας made his locks flow down from his head, Od.6.231; [ἐθείρας] ἵει λόφον ἀμφί Il.19.383
; ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω I let two anvils hang from his two legs, 15.19;ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε Od.22.84
, cf. Il.12.205; ; ἧκαν ἑαυτούς let themselves go, X.An.4.5.18;ἵεσαν φυγῇ πόδα E.Rh. 798
.2 of sounds, utter,ὄπα Il.3.152
, Od.12.192;ἔπεα Il.3.221
;γλῶσσαν Hdt. 1.57
; Ἑλλάδα γλῶσσαν ἱ. to speak Greek, Id.9.16; Δωρίδα, Ἀττικὴν γλῶσσαν, Th.3.112, Sol.36.10;φωνὴν Παρνησίδα A.Ch. 563
;δύσθροα βάγματα Id.Pers. 636
(lyr.);ἐκ στηθέων ἄλγος Id.Th. 865
(lyr.);μέγαν κωκυτόν S.Aj. 851
, etc.; but πᾶσαν γλῶσσαν ἱ. to let loose every kind of speech, Id.El. 596; πᾶσαν ([etym.] τὸ λεγόμενον)φωνὴν ἱέντα Pl.Lg. 890d
; τὸ τᾶς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες, i.e. speaking not in words, but in silent thought, S.OC 133 (lyr.); ἧκε abs. (sc. φωνήν), Plu.2.973e; of instruments,ἄλλα μέλη τῶν χορδῶν ἱεισῶν Pl.Lg. 812d
.3 throw, hurl, λᾶαν, βέλος, δόρυ, Od.9.538, Il.4.498, E.Rh. 63; ἱέναι (sc. τινά)πέτρας ἄπο E.HF 320
, cf. S.Tr. 273: c. gen. pers., to throw or shoot at one,ὀϊστόν τινος Il.13.650
;ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα Hes.Th. 684
: metaph.,ἐκ μαλθακᾶς φρενὸς ὀϊστοὺς ἱέντες Pi.O.2.90
.b abs., throw, shoot,τόσσον γὰρ ἵησιν Od.9.499
, cf.8.203, Il.17.515, Pl.Tht. 194a, etc.;ἄνω ἱέντες X.An.3.4.17
;δίσκοισιν τέρποντο.. ἱέντες Il.2.774
, al.: c. gen. objecti, τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱείς shooting at great spirits, S.Aj. 154; ἐπὶ στόχον ( στοίχων codd.) at a mark, X. Ages.1.25: c. dat. instr.,ἵησι τῇ ἀξίνῃ Id.An.1.5.12
.4 of water, let flow, spout forth,ῥόον Il.12.25
; [Ἀξιὸς] ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησι 21.158
; : abs., [ποταμὸς] ἐπὶ γαῖαν ἵησιν the river pours over the land, Od.11.239; [κρήνη] ἵησι 7.130
; of tears,δάκρυον ἧκε χαμᾶζε 16.191
; of fire or smoke,ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός E.Med. 1187
; .5 send, of living beings, τίς γάρ σε θεῶν ἐμοὶ ἄγγελον ἧκε; Il.18.182;Αἰνείαν.. ἐξ ἀδύτοιο ἧκε 5.513
; of omens or portents,τοῖσι δὲ δεξιὸν ἧκεν ἐρῳδιόν 10.274
;ἔλαφον.. εἰς ὁδὸν αὐτὴν ἧκεν Od. 10.159
;τέρας 21.415
; generally of things,ἴκμενον οὖρόν τινι Il.1.479
, etc.II [voice] Med., speed oneself, hasten, freq.in part. with Advs.,πρόσω ἵεσθε Il.12.274
;ἐνθένδ' ἱέμην Ar.Eq. 625
; ἱ. Τροίηνδε, Ἔρεβόσδε, Od.19.187, 20.356: with Preps.,ἵεσθαι κατὰ τὴν φωνήν Hdt. 2.70
;πρός τινα Id.9.78
;δρόμῳ ἵεσθαι ἐς τοὺς βαρβάρους Id.6.112
; ; (lyr.);εἰς Κολωνόν Pherecr.134
; ἵ. ἐπί τινα spring upon, of the lion, Arist.HA 629b24: abs.,ἰδόντες ἱέμεσθα S.Ant. 432
; ἱέμενος ῥεῖ rushing, Pl.Cra. 420a, etc.2 metaph., to be eager, desire to do a thing, c. inf.,ἵετο γὰρ βαλέειν Il.16.383
;βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός 8.301
;ἵετο θυμῷ τείσασθαι.. 2.589
: c. gen., to be set upon, long for a thing, in part., ἱέμενοι πόλιος, νίκης, 11.168, 23.371;νόστοιο Od.15.69
; (lyr.); ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων setting thyself toward, Od.10.529: abs. in part., ἱέμενός περ eager though he was, 1.6, etc. -
8 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
9 μάχη
A battle, combat, freq. in Hom., usu. of armies,μ. καὶ φύλοπις Il.13.789
;ἐπὶ ἶσα μ. τέτατο πτόλεμός τε 12.436
;μ. ἐνοπή τε 12.35
;μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε 7.237
; sts. of single combat, ib. 158, 232, 263; μ. καὶ δηϊοτής ib. 290;ναῶν ἐν μάχαις Pi.N.9.34
;μάχαις καὶ ναυμαχίαις Lys.30.26
;μάχη δορός A.Ag. 439
(lyr.), etc.: with Verbs, μάχην μάχεσθαι fight a battle, Il.15.414, etc.;θήσονται μ. 24.402
;μάχας εἰσήλυθον 2.798
;ἀρτύνθη μ. 11.216
;μ. ἤγειραν 17.261
; μ. ὀρνύμεν, ὤτρυνον, 9.353, 12.277;συμφερόμεσθα μάχῃ 11.736
;πειρᾶτο μάχας Pi.N.1.43
; ἀντιάζειν τινὶ μάχαν ib.67;σὺν γυναιξὶ τὰς μ. ποιούμενος S.El. 302
, cf. X.Cyr.3.3.29;μάχην συνάψαι ἐμβολαῖς A.Pers. 336
; μ. συμβάλλειν τινί engage battle with.., E. Ba. 837; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, Hdt.1.169,6.9, A. Supp. 475;διὰ μάχης ἐκβαλεῖν τινα Arist.Pol. 1303a35
(so ἐξέπεσον διὰ μάχης ib.34); εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν, E.Ba. 636 (troch.), Ph. 694;ἐς μάχην ἐπεξιέναι τινί Th.2.23
;μάχης γενομένης Pl.Lg. 869c
; μάχῃ κρατῆσαι conquer in battle, E.HF 612, D.18.193 (with v.l. μάχην); νενικήκαμεν τὴν μεγάλην μ. X.Cyr.7.5.53
;Μιλτιάδης ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μ. τοὺς βαρβάρους νικήσας Aeschin.3.181
; μάχη τινός battle with an enemy,Αἴαντος δ' ἀλέεινε μ. Il.11.542
, cf. Hes.Sc. 361;μ. ὑπέρ τινος Pi.N.7.42
; : pl., strifes,ἔρις τε.. πόλεμοί τε μάχαι τε Il.1.177
;μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Pl.Ti. 88a
, etc.: generally, contention, strife, Id.Ep. 352c, etc.;μάχης ἐάν τις ἄρξηται SIG1109.72
(ii A. D.);μ. νομικαί Ep.Tit.3.9
.2 = ἀγών, contest, as for a prize in the games, Pi.O.8.58 (but ἄεθλα, opp. μάχαι πολέμου, Id.O.2.44).II mode of fighting, way of battle,ἡ μ. σφέων ἦν ἀπ' ἵππων Hdt.1.79
;ἐπίστασθαι τὴν μ. τινῶν Id.7.9
.ά, cf. 7.85, X.Cyr.2.1.7.IV in Logic, contradiction, inconsistency, Epict.Ench.52.1, S.E.M.7.392.
См. также в других словарях:
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
μισοβάρβαρος — μισοβάρβαρος, ον (Α) 1. αυτός που αισθάνεται μίσος, απέχθεια για τους βαρβάρους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοβάρβαρον το μίσος προς τους βαρβάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek